ὑποδίκου

ὑποδίκου
ὑπόδικος
brought to trial
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • δεσμωτήριο — το (AM δεσμωτήριον) νεοελλ. κρατητήριο, χώρος προσωρινού περιορισμού υποδίκου αρχ. μσν. φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δεσμώτης] …   Dictionary of Greek

  • κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • υποδικία — η, Ν 1. η κατάσταση τού υποδίκου 2. ο χρόνος κατά τον οποίο είναι κάποιος υπόδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φυλάκιση — η, Ν 1. εγκλεισμός σε φυλακή 2. το να είναι κανείς μέσα στη φυλακή, η κατάσταση τού φυλακισμένου ή τού υποδίκου 3. (νομ.) ποινή στερητική τής ελευθερίας και διάρκειας από δέκα ημέρες έως πέντε έτη, η οποία επιβάλλεται με δικαστική απόφαση στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”